παροιμιώδη

παροιμιώδη
παροιμιώδης
proverbial
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παροιμιώδης
proverbial
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παροιμιώδης
proverbial
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία …   Dictionary of Greek

  • θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …   Dictionary of Greek

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιώδης — ες, ΝΜΑ [παροιμία] 1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός νεοελλ. 1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία») 2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… …   Dictionary of Greek

  • Ανάξαρχος — (4oς αι. π.Χ.). Σοφιστής από τα Άβδηρα και οπαδός του Δημόκριτου. Διετέλεσε δάσκαλος του Πύρρωνα και πιθανώς του Μητρόδωρου του Χίου και συνόδευσε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία. Η φιλοσοφική θεωρία του Α. στηριζόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • Ημέριος ή Ιμέριος — Όνομα στρατιωτικών ηγετών και αυλικών του Βυζαντίου. 1. Στρατηγός του Ιουστινιανού A’ (α’ μισό 6ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θράκη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Βελισάριου κατά των Βανδάλων της βόρειας Αφρικής και, μετά τη συντριβή των… …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

  • Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τάκιτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πόπλιος Κορνήλιος (1ος – 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Δεν είναι γνωστά ούτε το πατρικό του όνομα, ούτε η πατρίδα του ούτε η χρονολογία γέννησης και θανάτου του. Μερικοί, σε ένα αμφισβητούμενο απόσπασμα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”